- κάμποσος
- και καμπόσος, -η, -ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, -η, -ον)ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα»)νεοελλ.φρ. α) (ειρωνικά, για ανθρώπους που είναι γνωστοί, αλλά δεν θέλει κάποιος να τους κατονομάσει) «καμπόσοι-καμπόσοι» — μερικοί, κάποιοιβ) «μάς κάνει τον καμπόσο» — θέλει να φαίνεται σπουδαίος, παληκαράς.επίρρ...κάμποσο (Μ και κάμποσα και κάποσα και κάμποσο[ν] και καμποσῶς)αρκετά, επαρκώς, αισθητά, κάπως, σε ικανοποιητικό βαθμόμσν.1. για αρκετό χρονικό διάστημα2. (ο τ. καμποσώς) ποσώς, καθόλου, καθ' ολοκληρίαν («στὴν κεφαλὴν του καμποσῶς νὰ τοῡ τὸ ἔχουν βάλει», Χρον. Moρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πόσος].
Dictionary of Greek. 2013.